- προσωπίδιον
- προσωπίδιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσωπίδιον — τὸ, Α [πρόσωπον] υποκορ. τού πρόσωπον … Dictionary of Greek
προσωπιδίου — προσωπίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωπιδίῳ — προσωπίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VELUM — I. VELUM an ex volare, an ex vellere, an ex verbo velare? dictum, multiplicem in vita usum habet. Deorum sane simulacra antiquitus obiectô velô abdebantur. Appuleius, l. 11. Metam. Ac dum, Velis candentibus reductis in diversum, Deae venerabilem… … Hofmann J. Lexicon universale
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek